παλαίβω
Смотреть что такое "παλαίβω" в других словарях:
παλαίβω — βλ. παλεύω (Ι) … Dictionary of Greek
παλεύω — (I) και παλαίβω 1. συμπλέκομαι με κάποιον και προσπαθώ να τόν νικήσω 2. επιδίδομαι στο αγώνισμα τής πάλης 3. μτφ. αγωνίζομαι σκληρά για να υπερνικήσω αντίπαλο ή αντίξοες περιστάσεις («με το κύμα, με τσ ανέμους, παλεύω μοναχή», Σολωμ.) 4. (κατ… … Dictionary of Greek
τραυοπάλαιμα — το, Ν (διαλ.τ.) (στον Ερωτόκρ.) σφοδρή και βίαιη πάλη («με το τραυοπάλαιμα αγκαλιασμένοι πέσα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τραυώ / τραβώ* + πάλαιμα (για τη γρφ. πρβλ. παλαίβω, άλλη γρφ. τού ρ. παλεύω)] … Dictionary of Greek